- εφορατικος
- ἐφορατικόςἐφορᾱτικός3умеющий надзирать, способный контролировать
(ἔργων Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἔργων Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εφορατικός — ἐφορατικός, ή, όν (Α) [εφορώ] επιτήδειος στο να επιτηρεί, να επιβλέπει … Dictionary of Greek
ἐφορατικόν — ἐφορᾱτικόν , ἐφορατικός fit for overlooking masc acc sg ἐφορᾱτικόν , ἐφορατικός fit for overlooking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφορατική — ἐφορᾱτική , ἐφορατικός fit for overlooking fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)